Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιλλαίνω
σίλλος
σίλλυβος
σίλουρος
σίλφη
σίλφιον
σιλφιοφόρος
σιμβλεύω
σιμβλήϊος
σίμβλος
σιμικίνθιον
Σιμόεις
σιμός
Σῖμος
σιμότης
σιμόω
σίμωμα
σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
σίναπι
View word page
σιμικίνθιον
σιμικίνθιον σιμικίνθιον, ου, τό, = σημικίνθιον.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σιμικίνθιον
Headword (normalized):
σιμικίνθιον
Headword (normalized/stripped):
σιμικινθιον
IDX:
29530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29565
Key:
simiki/nqion
Data
{'content': 'σιμικίνθιον\n σιμικίνθιον, ου, τό,\n = σημικίνθιον.', 'key': 'simiki/nqion'}