Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σίλι
σιλλαίνω
σίλλος
σίλλυβος
σίλουρος
σίλφη
σίλφιον
σιλφιοφόρος
σιμβλεύω
σιμβλήϊος
σίμβλος
σιμικίνθιον
Σιμόεις
σιμός
Σῖμος
σιμότης
σιμόω
σίμωμα
σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
View word page
σίμβλος
σίμβλος .σίμβλος, ὁ, a beehive, Hes., Theocr. metaph. any store or hoard, Ar.
ShortDef
a beehive
Debugging
Headword:
σίμβλος
Headword (normalized):
σίμβλος
Headword (normalized/stripped):
σιμβλος
IDX:
29529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29564
Key:
si/mblos
Data
{'content': 'σίμβλος\n .σίμβλος, ὁ,\n a beehive, Hes., Theocr.\n metaph. any store or hoard, Ar.', 'key': 'si/mblos'}