Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σικυών
Σιληνός
σίλι
σιλλαίνω
σίλλος
σίλλυβος
σίλουρος
σίλφη
σίλφιον
σιλφιοφόρος
σιμβλεύω
σιμβλήϊος
σίμβλος
σιμικίνθιον
Σιμόεις
σιμός
Σῖμος
σιμότης
σιμόω
σίμωμα
σιναμωρέω
View word page
σιμβλεύω
σιμβλεύω σιμβλεύω, intr. to grow in a hive, of honey, Anth.
ShortDef
to grow in a hive
Debugging
Headword:
σιμβλεύω
Headword (normalized):
σιμβλεύω
Headword (normalized/stripped):
σιμβλευω
IDX:
29527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29562
Key:
simbleu/w
Data
{'content': 'σιμβλεύω\n σιμβλεύω,\n intr. to grow in a hive, of honey, Anth.', 'key': 'simbleu/w'}