Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
View word page
ἀνοικτέος
ἀνοικτέος verb. adj. of ἀνοίγω one must open, Eur.

ShortDef

one must open

Debugging

Headword:
ἀνοικτέος
Headword (normalized):
ἀνοικτέος
Headword (normalized/stripped):
ανοικτεος
IDX:
2955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2956
Key:
a)noikte/os

Data

{'content': 'ἀνοικτέος\n verb. adj. of ἀνοίγω\n one must open, Eur.', 'key': 'a)noikte/os'}