Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σίκερα
σίκιννις
σικύα
σίκυος
Σικυώνια
Σικυωνόθε
Σικυών
Σιληνός
σίλι
σιλλαίνω
σίλλος
σίλλυβος
σίλουρος
σίλφη
σίλφιον
σιλφιοφόρος
σιμβλεύω
σιμβλήϊος
σίμβλος
σιμικίνθιον
Σιμόεις
View word page
σίλλος
σίλλος σίλλος, ὁ, squint-eyed, Luc. a satirical poem or lampoon in hexam. verse, such as those written by Timon of Phlius, who was called ὁ σιλλο-γράφος.

ShortDef

squint-eyed; satirical poem

Debugging

Headword:
σίλλος
Headword (normalized):
σίλλος
Headword (normalized/stripped):
σιλλος
IDX:
29521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29556
Key:
si/llos

Data

{'content': 'σίλλος\n σίλλος, ὁ,\n squint-eyed, Luc.\n a satirical poem or lampoon in hexam. verse, such as those written by Timon of Phlius, who was called ὁ σιλλο-γράφος.', 'key': 'si/llos'}