Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σικελικός
Σικελιώτης
Σικελός
σίκερα
σίκιννις
σικύα
σίκυος
Σικυώνια
Σικυωνόθε
Σικυών
Σιληνός
σίλι
σιλλαίνω
σίλλος
σίλλυβος
σίλουρος
σίλφη
σίλφιον
σιλφιοφόρος
σιμβλεύω
σιμβλήϊος
View word page
Σιληνός
Σιληνός Σιληνός, οῦ, ὁ, later form of Σειληνός.

ShortDef

Silenus

Debugging

Headword:
Σιληνός
Headword (normalized):
σιληνός
Headword (normalized/stripped):
σιληνος
IDX:
29518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29553
Key:
*silhno/s

Data

{'content': 'Σιληνός\n Σιληνός, οῦ, ὁ,\n later form of Σειληνός.', 'key': '*silhno/s'}