Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
View word page
ἄνοικος
ἄνοικος = ἄοικος, houseless, homeless, Hdt.
ShortDef
houseless, homeless
Debugging
Headword:
ἄνοικος
Headword (normalized):
ἄνοικος
Headword (normalized/stripped):
ανοικος
IDX:
2954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2955
Key:
a)/noikos
Data
{'content': 'ἄνοικος\n = ἄοικος,\n houseless, homeless, Hdt.', 'key': 'a)/noikos'}