Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σιδών
σίζω
Σιθωνία
Σικανία
Σικανός
σικάριος
Σικελία
Σικελίδης
Σικελικός
Σικελιώτης
Σικελός
σίκερα
σίκιννις
σικύα
σίκυος
Σικυώνια
Σικυωνόθε
Σικυών
Σιληνός
σίλι
σιλλαίνω
View word page
Σικελός
Σικελός Σῐκελός, ή, όν Sicilian, of or from Sicily, Lat. Siculus, Od., Eur., etc. Σικελοί, οἱ, the Siceli, the old inhabitants of Sicily, Od., Hdt.

ShortDef

Sicilian, of or from Sicily

Debugging

Headword:
Σικελός
Headword (normalized):
σικελός
Headword (normalized/stripped):
σικελος
IDX:
29510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29545
Key:
*sikelo/s

Data

{'content': 'Σικελός\n Σῐκελός, ή, όν\n Sicilian, of or from Sicily, Lat. Siculus, Od., Eur., etc.\n Σικελοί, οἱ, the Siceli, the old inhabitants of Sicily, Od., Hdt.', 'key': '*sikelo/s'}