Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σιδονίηθεν
Σιδών
σίζω
Σιθωνία
Σικανία
Σικανός
σικάριος
Σικελία
Σικελίδης
Σικελικός
Σικελιώτης
Σικελός
σίκερα
σίκιννις
σικύα
σίκυος
Σικυώνια
Σικυωνόθε
Σικυών
Σιληνός
σίλι
View word page
Σικελιώτης
Σικελιώτης Σῐκελιώτης, ου, ὁ, a Sicilian Greek, as distinguished from a native Σικελός, Thuc. from Σῐκελός
ShortDef
a Sicilian Greek
Debugging
Headword:
Σικελιώτης
Headword (normalized):
σικελιώτης
Headword (normalized/stripped):
σικελιωτης
IDX:
29509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29544
Key:
*sikeliw/ths
Data
{'content': 'Σικελιώτης\n Σῐκελιώτης, ου, ὁ,\n a Sicilian Greek, as distinguished from a native Σικελός, Thuc.\n from Σῐκελός', 'key': '*sikeliw/ths'}