Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνοδηγέω
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
View word page
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομέω to build up, Hdt. to wall up, Ar. to build again, rebuild, Thuc., Xen.

ShortDef

to build up

Debugging

Headword:
ἀνοικοδομέω
Headword (normalized):
ἀνοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
ανοικοδομεω
IDX:
2953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2954
Key:
a)noikodome/w

Data

{'content': 'ἀνοικοδομέω\n to build up, Hdt.\n to wall up, Ar.\n to build again, rebuild, Thuc., Xen.', 'key': 'a)noikodome/w'}