Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηρόω
σίδιον
Σιδόνες
Σιδονίηθεν
Σιδών
σίζω
View word page
σιδηροφορέω
σιδηροφορέω σῐδηροφορέω, fut. -ήσω to bear iron, wear arms, go armed, Thuc.:—Mid., Thuc. Mid. to go with an armed escort, Plut. from σῐδηροφόρος

ShortDef

to bear iron, wear arms, go armed

Debugging

Headword:
σιδηροφορέω
Headword (normalized):
σιδηροφορέω
Headword (normalized/stripped):
σιδηροφορεω
IDX:
29491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29526
Key:
sidhrofore/w

Data

{'content': 'σιδηροφορέω\n σῐδηροφορέω,\n fut. -ήσω\n to bear iron, wear arms, go armed, Thuc.:—Mid., Thuc.\n Mid. to go with an armed escort, Plut.\n from σῐδηροφόρος', 'key': 'sidhrofore/w'}