Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηρόω
σίδιον
Σιδόνες
Σιδονίηθεν
Σιδών
View word page
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργεῖον σῐδηρ-ουργεῖον, ου, τό, *ἔργω iron-works, Strab.
ShortDef
iron-works
Debugging
Headword:
σιδηρουργεῖον
Headword (normalized):
σιδηρουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
σιδηρουργειον
IDX:
29490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29525
Key:
sidhrourgei=on
Data
{'content': 'σιδηρουργεῖον\n σῐδηρ-ουργεῖον, ου, τό,\n *ἔργω\n iron-works, Strab.', 'key': 'sidhrourgei=on'}