Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηρόω
σίδιον
Σιδόνες
Σιδονίηθεν
View word page
σιδηροτομέω
σιδηροτομέω σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω τέμνω to cut or cleave with iron, Anth.
ShortDef
to cut with iron
Debugging
Headword:
σιδηροτομέω
Headword (normalized):
σιδηροτομέω
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτομεω
IDX:
29489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29524
Key:
sidhrotome/w
Data
{'content': 'σιδηροτομέω\n σῐδηρο-τομέω,\n fut. -ήσω\n τέμνω\n to cut or cleave with iron, Anth.', 'key': 'sidhrotome/w'}