Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηρόω
σίδιον
Σιδόνες
View word page
σιδηροτόκος
σιδηροτόκος σῐδηρο-τόκος, ον, τίκτω producing iron, Anth.
ShortDef
producing iron
Debugging
Headword:
σιδηροτόκος
Headword (normalized):
σιδηροτόκος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτοκος
IDX:
29488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29523
Key:
sidhroto/kos
Data
{'content': 'σιδηροτόκος\n σῐδηρο-τόκος, ον,\n τίκτω\n producing iron, Anth.', 'key': 'sidhroto/kos'}