Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηρόω
σίδιον
View word page
σιδηροτέκτων
σιδηροτέκτων σῐδηρο-τέκτων, ονος, ὁ, a worker in iron, Aesch.
ShortDef
a worker in iron
Debugging
Headword:
σιδηροτέκτων
Headword (normalized):
σιδηροτέκτων
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτεκτων
IDX:
29487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29522
Key:
sidhrote/ktwn
Data
{'content': 'σιδηροτέκτων\n σῐδηρο-τέκτων, ονος, ὁ,\n a worker in iron, Aesch.', 'key': 'sidhrote/ktwn'}