Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
View word page
σιδηρόσπαρτος
σιδηρόσπαρτος σῐδηρό-σπαρτος, ον, sown or produced by iron, Luc.
ShortDef
sown
Debugging
Headword:
σιδηρόσπαρτος
Headword (normalized):
σιδηρόσπαρτος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροσπαρτος
IDX:
29485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29520
Key:
sidhro/spartos
Data
{'content': 'σιδηρόσπαρτος\n σῐδηρό-σπαρτος, ον,\n sown or produced by iron, Luc.', 'key': 'sidhro/spartos'}