Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνιχνεύω
ἀννιβίζω
ἀνοδηγέω
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
View word page
ἀνοιδέω
ἀνοιδέω to swell up, of a wave, Eur. metaph. of passion, Hdt.
ShortDef
to swell up
Debugging
Headword:
ἀνοιδέω
Headword (normalized):
ἀνοιδέω
Headword (normalized/stripped):
ανοιδεω
IDX:
2951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2952
Key:
a)noide/w
Data
{'content': 'ἀνοιδέω\n to swell up, of a wave, Eur.\n metaph. of passion, Hdt.', 'key': 'a)noide/w'}