Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιδήριον
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
View word page
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπληκτος σῐδηρό-πληκτος, Doric -πλακτος, ον, smitten by iron, Aesch.
ShortDef
smitten by iron
Debugging
Headword:
σιδηρόπληκτος
Headword (normalized):
σιδηρόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροπληκτος
IDX:
29484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29519
Key:
sidhro/plhktos
Data
{'content': 'σιδηρόπληκτος\n σῐδηρό-πληκτος, Doric -πλακτος, ον,\n smitten by iron, Aesch.', 'key': 'sidhro/plhktos'}