Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
View word page
σιδηρόνωτος
σιδηρόνωτος σῐδηρό-νωτος, ον, iron-backed, Eur.

ShortDef

iron-backed

Debugging

Headword:
σιδηρόνωτος
Headword (normalized):
σιδηρόνωτος
Headword (normalized/stripped):
σιδηρονωτος
IDX:
29482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29517
Key:
sidhro/nwtos

Data

{'content': 'σιδηρόνωτος\n σῐδηρό-νωτος, ον,\n iron-backed, Eur.', 'key': 'sidhro/nwtos'}