Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρουργεῖον
σιδηροφορέω
View word page
σιδηρονόμος
σιδηρονόμος σῐδηρο-νόμος, ον, νέμω distributing with iron, i. e. with the sword, Aesch.

ShortDef

distributing with iron

Debugging

Headword:
σιδηρονόμος
Headword (normalized):
σιδηρονόμος
Headword (normalized/stripped):
σιδηρονομος
IDX:
29481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29516
Key:
sidhrono/mos

Data

{'content': 'σιδηρονόμος\n σῐδηρο-νόμος, ον,\n νέμω\n distributing with iron, i. e. with the sword, Aesch.', 'key': 'sidhrono/mos'}