Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σίδη
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόσπαρτος
σίδηρος
σιδηροτέκτων
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
View word page
σιδηροκμής
σιδηροκμής σῐδηρο-κμής, ῆτος, ὁ, ἡ, κάμνω slain by iron, i. e. by the sword, used with the neut. dat. βοτοῖς, Soph.
ShortDef
slain by iron
Debugging
Headword:
σιδηροκμής
Headword (normalized):
σιδηροκμής
Headword (normalized/stripped):
σιδηροκμης
IDX:
29479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29514
Key:
sidhrokmh/s
Data
{'content': 'σιδηροκμής\n σῐδηρο-κμής, ῆτος, ὁ, ἡ,\n κάμνω\n slain by iron, i. e. by the sword, used with the neut. dat. βοτοῖς, Soph.', 'key': 'sidhrokmh/s'}