Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιγηρός
σιγητέος
σίγλος
σ
σιγύνης
σίδη
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
View word page
σιδήριον
σιδήριον σῐδήριον, ου, τό, σίδηρος an implement or tool of iron, σιδηρίων ἐπαΐειν to feel iron, not to be proof against it, Hdt.; θερμὰ σιδήρια hot irons, Hdt.

ShortDef

an implement

Debugging

Headword:
σιδήριον
Headword (normalized):
σιδήριον
Headword (normalized/stripped):
σιδηριον
IDX:
29474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29509
Key:
sidh/rion

Data

{'content': 'σιδήριον\n σῐδήριον, ου, τό,\n σίδηρος\n an implement or tool of iron, σιδηρίων ἐπαΐειν to feel iron, not to be proof against it, Hdt.; θερμὰ σιδήρια hot irons, Hdt.', 'key': 'sidh/rion'}