σιδήριον
σῐδήριον, ου, τό,
σίδηρος
an implement or tool of iron, σιδηρίων ἐπαΐειν to feel iron, not to be proof against it, Hdt.; θερμὰ σιδήρια hot irons, Hdt.
{'content': 'σιδήριον\n σῐδήριον, ου, τό,\n σίδηρος\n an implement or tool of iron, σιδηρίων ἐπαΐειν to feel iron, not to be proof against it, Hdt.; θερμὰ σιδήρια hot irons, Hdt.', 'key': 'sidh/rion'}