Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιγή
σιγηρός
σιγητέος
σίγλος
σ
σιγύνης
σίδη
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
View word page
σιδηρεύς
σιδηρεύς σῐδηρεύς, έως, ὁ, a worker in iron, a smith, Xen.
ShortDef
a worker in iron, a smith
Debugging
Headword:
σιδηρεύς
Headword (normalized):
σιδηρεύς
Headword (normalized/stripped):
σιδηρευς
IDX:
29473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29508
Key:
sidhreu/s
Data
{'content': 'σιδηρεύς\n σῐδηρεύς, έως, ὁ,\n a worker in iron, a smith, Xen.', 'key': 'sidhreu/s'}