Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιγηλός
σιγή
σιγηρός
σιγητέος
σίγλος
σ
σιγύνης
σίδη
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρίτης
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
View word page
σιδήρεος
σιδήρεος σῐδήρεος, α, Ionic η, ον, Epic σιδήρειος, η, ον σίδηρος made of iron or steel, iron, Lat. ferreus, Hom., etc.; χεὶρ σιδηρᾶ a grappling-iron, Thuc.:— σιδήρειος ὀρυμαγδός, i. e. the clang of arms, Il.; σιδήρεος οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od. metaph., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i. e. hard as iron, Hom.; οἱ κραδίη σιδηρέη Od.; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται thou art iron all! Od.:—of Hercules, the ironside, Simon.; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin. σιδάρεοι, οἱ, a Byzantine iron coin, always in Doric form, Ar.

ShortDef

made of iron

Debugging

Headword:
σιδήρεος
Headword (normalized):
σιδήρεος
Headword (normalized/stripped):
σιδηρεος
IDX:
29472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29507
Key:
sidh/reos

Data

{'content': 'σιδήρεος\n σῐδήρεος, α, Ionic η, ον, Epic σιδήρειος, η, ον\n σίδηρος\n made of iron or steel, iron, Lat. ferreus, Hom., etc.; χεὶρ σιδηρᾶ a grappling-iron, Thuc.:— σιδήρειος ὀρυμαγδός, i. e. the clang of arms, Il.; σιδήρεος οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od.\n metaph., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i. e. hard as iron, Hom.; οἱ κραδίη σιδηρέη Od.; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται thou art iron all! Od.:—of Hercules, the ironside, Simon.; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin.\n σιδάρεοι, οἱ, a Byzantine iron coin, always in Doric form, Ar.', 'key': 'sidh/reos'}