Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιβύνιον
σιγάζω
σιγαλέος
σιγαλόεις
σῖγα
σιγάς
σιγάω
σιγηλός
σιγή
σιγηρός
σιγητέος
σίγλος
σ
σιγύνης
σίδη
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρίτης
View word page
σιγητέος
σιγητέος σιγητέος, ον, verb. adj. of σιγάω one must be silent, Eur.

ShortDef

one must be silent

Debugging

Headword:
σιγητέος
Headword (normalized):
σιγητέος
Headword (normalized/stripped):
σιγητεος
IDX:
29465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29499
Key:
sighte/os

Data

{'content': 'σιγητέος\n σιγητέος, ον,\n verb. adj. of σιγάω\n one must be silent, Eur.', 'key': 'sighte/os'}