Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σησάμινος
σησαμόεις
σήσαμον
σησαμότυρον
σής
Σηστός
σητόβρωτος
-σθα
σθεναρός
σθένος
σθένω
σιαγών
σίαλον
σίαλος
Σίβυλλα
Σιβύλλειος
Σιβυλλιάω
Σιβυλλιστής
σιβύνη
σιβύνιον
σιγάζω
View word page
σθένω
σθένω σθένω, only in pres. and imperf. σθένος to have strength or might, be strong or mighty, Soph., Eur.; σθ. χερί, ποσί to be strong in hand, in foot, Soph., Eur.; σθένοντος ἐν πλούτῳ Soph.; τοσοῦτον σθένει Soph.; ὅσονπερ ἂν σθένῃ Soph.; οἱ κάτω σθένοντες they who have power below, Eur. c. inf. to have strength or power to do, be able, Soph., Eur.

ShortDef

to have strength

Debugging

Headword:
σθένω
Headword (normalized):
σθένω
Headword (normalized/stripped):
σθενω
IDX:
29446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29480
Key:
sqe/nw

Data

{'content': 'σθένω\n σθένω,\n only in pres. and imperf.\n σθένος\n to have strength or might, be strong or mighty, Soph., Eur.; σθ. χερί, ποσί to be strong in hand, in foot, Soph., Eur.; σθένοντος ἐν πλούτῳ Soph.; τοσοῦτον σθένει Soph.; ὅσονπερ ἂν σθένῃ Soph.; οἱ κάτω σθένοντες they who have power below, Eur.\n c. inf. to have strength or power to do, be able, Soph., Eur.', 'key': 'sqe/nw'}