Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀννιβίζω
ἀνοδηγέω
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
View word page
ἀνοήμων
ἀνοήμων νοέω without understanding, Od.

ShortDef

without understanding

Debugging

Headword:
ἀνοήμων
Headword (normalized):
ἀνοήμων
Headword (normalized/stripped):
ανοημων
IDX:
2947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2948
Key:
a)noh/mwn

Data

{'content': 'ἀνοήμων\n νοέω\n without understanding, Od.', 'key': 'a)noh/mwn'}