Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σῆραγξ
σηρικός
Σήρ
σησαμαῖος
σησαμῆ
σησάμη
σησάμινος
σησαμόεις
σήσαμον
σησαμότυρον
σής
Σηστός
σητόβρωτος
-σθα
σθεναρός
σθένος
σθένω
σιαγών
σίαλον
σίαλος
Σίβυλλα
View word page
σής
σής .σής, οῦ, ὁ, a moth which eats woollen stuff, Lat. tinea, Ar.:—metaph. for a bookworm, Anth.

ShortDef

a moth

Debugging

Headword:
σής
Headword (normalized):
σής
Headword (normalized/stripped):
σης
IDX:
29440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29474
Key:
sh/s

Data

{'content': 'σής\n .σής, οῦ, ὁ,\n a moth which eats woollen stuff, Lat. tinea, Ar.:—metaph. for a bookworm, Anth.', 'key': 'sh/s'}