Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σημικίνθιον
σημόθετος
σηπεδών
σηπία
σήπω
σῆραγξ
σηρικός
Σήρ
σησαμαῖος
σησαμῆ
σησάμη
σησάμινος
σησαμόεις
σήσαμον
σησαμότυρον
σής
Σηστός
σητόβρωτος
-σθα
σθεναρός
σθένος
View word page
σησάμη
σησάμη σησάμη (ᾰ), ἡ, sesame, a plant, from the fruit of which (σήσαμον) an oil was pressed. deriv. uncertain

ShortDef

sesame

Debugging

Headword:
σησάμη
Headword (normalized):
σησάμη
Headword (normalized/stripped):
σησαμη
IDX:
29435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29469
Key:
shsa/mh

Data

{'content': 'σησάμη\n σησάμη (ᾰ), ἡ,\n sesame, a plant, from the fruit of which (σήσαμον) an oil was pressed.\n deriv. uncertain', 'key': 'shsa/mh'}