Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σημάντωρ
σῆμα
σηματόεις
σηματουργός
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόω
σημειώδης
σήμερον
σημικίνθιον
σημόθετος
σηπεδών
σηπία
σήπω
σῆραγξ
σηρικός
Σήρ
σησαμαῖος
σησαμῆ
σησάμη
σησάμινος
View word page
σημόθετος
σημόθετος σημό-θετος, ον, having a mark set or affixed, Anth.

ShortDef

having a mark set

Debugging

Headword:
σημόθετος
Headword (normalized):
σημόθετος
Headword (normalized/stripped):
σημοθετος
IDX:
29426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29460
Key:
shmo/qetos

Data

{'content': 'σημόθετος\n σημό-θετος, ον,\n having a mark set or affixed, Anth.', 'key': 'shmo/qetos'}