Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σήκωμα
σημαία
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήριον
σημαντρίς
σήμαντρον
σημάντωρ
σῆμα
σηματόεις
σηματουργός
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόω
σημειώδης
σήμερον
σημικίνθιον
σημόθετος
σηπεδών
σηπία
σήπω
View word page
σηματουργός
σηματουργός σημᾰτ-ουργός, οῦ, ὁ, *ἔργω one who makes devices for shields, Aesch.

ShortDef

one who makes devices for shields

Debugging

Headword:
σηματουργός
Headword (normalized):
σηματουργός
Headword (normalized/stripped):
σηματουργος
IDX:
29419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29453
Key:
shmatourgo/s

Data

{'content': 'σηματουργός\n σημᾰτ-ουργός, οῦ, ὁ,\n *ἔργω\n one who makes devices for shields, Aesch.', 'key': 'shmatourgo/s'}