Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σήκωμα
σημαία
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήριον
σημαντρίς
σήμαντρον
σημάντωρ
σῆμα
σηματόεις
σηματουργός
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόω
σημειώδης
σήμερον
σημικίνθιον
σημόθετος
View word page
σημάντωρ
σημάντωρ σημάντωρ, ορος, ὁ, σημαίνω II one who gives a signal, a leader, commander, Hom.; of a horse, a driver; of a herd, a herdsman, Il.: a subordinate officer, Hdt. an informer, guide, indicator, Anth.

ShortDef

one who gives a signal, a leader, commander

Debugging

Headword:
σημάντωρ
Headword (normalized):
σημάντωρ
Headword (normalized/stripped):
σημαντωρ
IDX:
29416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29450
Key:
shma/ntwr

Data

{'content': 'σημάντωρ\n σημάντωρ, ορος, ὁ,\n σημαίνω II\n one who gives a signal, a leader, commander, Hom.; of a horse, a driver; of a herd, a herdsman, Il.: a subordinate officer, Hdt.\n an informer, guide, indicator, Anth.', 'key': 'shma/ntwr'}