Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀννιβίζω
ἀνοδηγέω
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
View word page
ἄνοδος
ἄνοδος a_privat., ὁδός having no road, impassable, Eur., Xen.

ShortDef

having no road, impassable
a way up

Debugging

Headword:
ἄνοδος
Headword (normalized):
ἄνοδος
Headword (normalized/stripped):
ανοδος
IDX:
2944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2945
Key:
a)/nodos1

Data

{'content': 'ἄνοδος\n a_privat., ὁδός\n having no road, impassable, Eur., Xen.', 'key': 'a)/nodos1'}