σήμαντρον
σήμαντρον
σήμαντρον, ου, τό,
= σημαντήριον
a seal, Hdt., Eur.; metaph., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, i. e. wounded, Eur.
{ "content": "σήμαντρον\n σήμαντρον, ου, τό,\n = σημαντήριον\n a seal, Hdt., Eur.; metaph., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, i. e. wounded, Eur.", "key": "sh/mantron" }