Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σεύω
σηκάζω
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σήκωμα
σημαία
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήριον
σημαντρίς
σήμαντρον
σημάντωρ
σῆμα
σηματόεις
σηματουργός
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόω
View word page
σημαιοφόρος
σημαιοφόρος σημαιο-φόρος, ον, σημαία, φέρω Lat. signifer, a standard-bearer, Polyb.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σημαιοφόρος
Headword (normalized):
σημαιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σημαιοφορος
IDX:
29412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29446
Key:
shmaiofo/ros
Data
{'content': 'σημαιοφόρος\n σημαιο-φόρος, ον,\n σημαία, φέρω\n Lat. signifer, a standard-bearer, Polyb.', 'key': 'shmaiofo/ros'}