Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σε
σεπτός
σέρις
σέρφος
σεσοφισμένως
σεῦτλον
σεύω
σηκάζω
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σήκωμα
σημαία
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήριον
σημαντρίς
σήμαντρον
σημάντωρ
View word page
σηκοκόρος
σηκοκόρος σηκο-κόρος, ὁ, ἡ, κορέω cleaning a byre or pen, a herdsman, Od.
ShortDef
cleaning a byre
Debugging
Headword:
σηκοκόρος
Headword (normalized):
σηκοκόρος
Headword (normalized/stripped):
σηκοκορος
IDX:
29406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29440
Key:
shkoko/ros
Data
{'content': 'σηκοκόρος\n σηκο-κόρος, ὁ, ἡ,\n κορέω\n cleaning a byre or pen, a herdsman, Od.', 'key': 'shkoko/ros'}