Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σεμνόω
σεμνύνω
σε
σεπτός
σέρις
σέρφος
σεσοφισμένως
σεῦτλον
σεύω
σηκάζω
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σήκωμα
σημαία
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήριον
σημαντρίς
View word page
σηκίς
σηκίς σηκίς, ίδος, ἡ, σηκός a housekeeper, porteress, Ar.

ShortDef

a housekeeper, porteress

Debugging

Headword:
σηκίς
Headword (normalized):
σηκίς
Headword (normalized/stripped):
σηκις
IDX:
29404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29438
Key:
shki/s

Data

{'content': 'σηκίς\n σηκίς, ίδος, ἡ,\n σηκός\n a housekeeper, porteress, Ar.', 'key': 'shki/s'}