Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σεμνός
σεμνόστομος
σεμνότης
σεμνότιμος
σεμνόω
σεμνύνω
σε
σεπτός
σέρις
σέρφος
σεσοφισμένως
σεῦτλον
σεύω
σηκάζω
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σήκωμα
σημαία
View word page
σεσοφισμένως
σεσοφισμένως adverb from part. perf. pass. of σοφίζομαι cunningly, Xen.
ShortDef
cunningly
Debugging
Headword:
σεσοφισμένως
Headword (normalized):
σεσοφισμένως
Headword (normalized/stripped):
σεσοφισμενως
IDX:
29400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29434
Key:
sesofisme/nws
Data
{'content': 'σεσοφισμένως\n adverb from part. perf. pass. of σοφίζομαι\n cunningly, Xen.', 'key': 'sesofisme/nws'}