Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σέλμα
σεμίδαλις
σεμνολογέω
σεμνολόγος
σεμνόμαντις
σεμνομυθέω
σεμνοποιέω
σεμνοπροσωπέω
σεμνός
σεμνόστομος
σεμνότης
σεμνότιμος
σεμνόω
σεμνύνω
σε
σεπτός
σέρις
σέρφος
σεσοφισμένως
σεῦτλον
σεύω
View word page
σεμνότης
σεμνότης σεμνότης, ητος, ἡ, σεμνός gravity, solemnity, dignity, majesty, Eur., Xen. in bad sense, solemnity, pompousness, Luc.; of a girl, prudery, Eur.
ShortDef
gravity, solemnity, dignity, majesty
Debugging
Headword:
σεμνότης
Headword (normalized):
σεμνότης
Headword (normalized/stripped):
σεμνοτης
IDX:
29392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29426
Key:
semno/ths
Data
{'content': 'σεμνότης\n σεμνότης, ητος, ἡ,\n σεμνός\n gravity, solemnity, dignity, majesty, Eur., Xen.\n in bad sense, solemnity, pompousness, Luc.; of a girl, prudery, Eur.', 'key': 'semno/ths'}