Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνιμάω
ἄνιος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀννιβίζω
ἀνοδηγέω
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
View word page
ἀνιστόρητος
ἀνιστόρητος a_privat., ἱστορέω ignorant of history:— adv., ἀνιστορήτως ἔχειν τινός to be uninformed about a thing, Plut.

ShortDef

ignorant of history

Debugging

Headword:
ἀνιστόρητος
Headword (normalized):
ἀνιστόρητος
Headword (normalized/stripped):
ανιστορητος
IDX:
2939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2940
Key:
a)nisto/rhtos

Data

{'content': 'ἀνιστόρητος\n a_privat., ἱστορέω\n ignorant of history:— adv., ἀνιστορήτως ἔχειν τινός to be uninformed about a thing, Plut.', 'key': 'a)nisto/rhtos'}