Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
View word page
ἀγρότης
ἀγρότης ἀγρός ἄγρα a country-man, rustic, Eur. = ἀγρευτής a hunter, Od.; fem. ἀγρότις, i. e. Artemis, Anth.
ShortDef
a country-man, rustic
Debugging
Headword:
ἀγρότης
Headword (normalized):
ἀγρότης
Headword (normalized/stripped):
αγροτης
IDX:
294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n294
Key:
a)gro/ths
Data
{'content': 'ἀγρότης\n ἀγρός\n ἄγρα\n a country-man, rustic, Eur.\n = ἀγρευτής a hunter, Od.; fem. ἀγρότις, i. e. Artemis, Anth.', 'key': 'a)gro/ths'}