σειραῖος
σειραῖος
σειραῖος, α, ον
σειρά
joined by a cord or band, ἵππος σ. σειραφόρος, Soph.
of cord, twisted, βρόχοι Eur.
{ "content": "σειραῖος\n σειραῖος, α, ον\n σειρά\n joined by a cord or band, ἵππος σ. σειραφόρος, Soph.\n of cord, twisted, βρόχοι Eur.", "key": "seirai=os" }