Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σάττω
σατυρικός
Σατυρίσκος
Σάτυρος
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαύνιον
σαύρα
σαυροκτόνος
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαφανής
σάφα
σαφηγορίς
σαφήνεια
σαφηνέω
σαφηνής
σαφηνίζω
σαφηνιστικός
View word page
Σαυρομάτης
Σαυρομάτης Σᾰυρομάτης, ου, ὁ, a Sarmatian, Hdt.:—fem. Σαυρομάτις, Hdt.

ShortDef

a Sarmatian

Debugging

Headword:
Σαυρομάτης
Headword (normalized):
σαυρομάτης
Headword (normalized/stripped):
σαυροματης
IDX:
29324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29358
Key:
*sauroma/ths

Data

{'content': 'Σαυρομάτης\n Σᾰυρομάτης, ου, ὁ,\n a Sarmatian, Hdt.:—fem. Σαυρομάτις, Hdt.', 'key': '*sauroma/ths'}