Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σάτον
σατραπεία
σατραπεύω
σατράπης
σάτρα
σάττω
σατυρικός
Σατυρίσκος
Σάτυρος
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαύνιον
σαύρα
σαυροκτόνος
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαφανής
σάφα
σαφηγορίς
View word page
σαυλοπρωκτιάω
σαυλοπρωκτιάω σαυλο-πρωκτιάω, to walk in a swaggering way, Ar.

ShortDef

to walk in a swaggering way

Debugging

Headword:
σαυλοπρωκτιάω
Headword (normalized):
σαυλοπρωκτιάω
Headword (normalized/stripped):
σαυλοπρωκτιαω
IDX:
29319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29353
Key:
sauloprwktia/w

Data

{'content': 'σαυλοπρωκτιάω\n σαυλο-πρωκτιάω,\n to walk in a swaggering way, Ar.', 'key': 'sauloprwktia/w'}