Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σαρκοφάγος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρξ
σάρον
σαρόω
Σαρπηδών
Σατάν
σατίνη
σάτον
σατραπεία
σατραπεύω
σατράπης
σάτρα
σάττω
σατυρικός
Σατυρίσκος
Σάτυρος
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
View word page
σατραπεία
σατραπεία σᾰτρᾰπεία, Ionic -ηΐη, ἡ, from σᾰτράπης a satrapy, the office or province of a satrap, Hdt., Xen.
ShortDef
a satrapy, the office
Debugging
Headword:
σατραπεία
Headword (normalized):
σατραπεία
Headword (normalized/stripped):
σατραπεια
IDX:
29310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29344
Key:
satrapei/a
Data
{'content': 'σατραπεία\n σᾰτρᾰπεία, Ionic -ηΐη, ἡ,\n from σᾰτράπης\n a satrapy, the office or province of a satrap, Hdt., Xen.', 'key': 'satrapei/a'}