Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαρκολιπής
σαρκοπαγής
σαρκοφάγος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρξ
σάρον
σαρόω
Σαρπηδών
Σατάν
σατίνη
σάτον
σατραπεία
σατραπεύω
σατράπης
σάτρα
σάττω
σατυρικός
Σατυρίσκος
Σάτυρος
σαυλόομαι
View word page
σατίνη
σατίνη σᾰτίνη (ῐ), ἡ, a war-chariot, chariot, car, Hhymn., Eur. deriv. uncertain

ShortDef

a war-chariot, chariot, car

Debugging

Headword:
σατίνη
Headword (normalized):
σατίνη
Headword (normalized/stripped):
σατινη
IDX:
29308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29342
Key:
sati/nh

Data

{'content': 'σατίνη\n σᾰτίνη (ῐ), ἡ,\n a war-chariot, chariot, car, Hhymn., Eur.\n deriv. uncertain', 'key': 'sati/nh'}