Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνιερόω
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνίλεως
ἀνιμάω
ἄνιος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀννιβίζω
ἀνοδηγέω
View word page
ἄνιπτος
ἄνιπτος νίζω unwashen, Il. not to be washed out, Aesch.

ShortDef

unwashen

Debugging

Headword:
ἄνιπτος
Headword (normalized):
ἄνιπτος
Headword (normalized/stripped):
ανιπτος
IDX:
2933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2934
Key:
a)/niptos

Data

{'content': 'ἄνιπτος\n νίζω\n unwashen, Il.\n not to be washed out, Aesch.', 'key': 'a)/niptos'}