σαρκώδης
σαρκώδης
σαρκ-ώδης, ες
εἶδος
fleshy, Xen., etc.; θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεες gods of flesh and blood, Hdt.
{ "content": "σαρκώδης\n σαρκ-ώδης, ες\n εἶδος\n fleshy, Xen., etc.; θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεες gods of flesh and blood, Hdt.", "key": "sarkw/dhs" }