Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρισα
σαρκάζω
σαρκάω
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκολιπής
σαρκοπαγής
σαρκοφάγος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρξ
σάρον
σαρόω
Σαρπηδών
View word page
σαρκικός
σαρκικός σαρκῐκός, ή, όν σάρξ fleshly, sensual, Anth.
ShortDef
fleshly, sensual
Debugging
Headword:
σαρκικός
Headword (normalized):
σαρκικός
Headword (normalized/stripped):
σαρκικος
IDX:
29296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29330
Key:
sarkiko/s
Data
{'content': 'σαρκικός\n σαρκῐκός, ή, όν\n σάρξ\n fleshly, sensual, Anth.', 'key': 'sarkiko/s'}