Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνίλεως
ἀνιμάω
ἄνιος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀννιβίζω
View word page
ἀνιπτόπους
ἀνιπτόπους with unwashen feet, Il.
ShortDef
with unwashen feet
Debugging
Headword:
ἀνιπτόπους
Headword (normalized):
ἀνιπτόπους
Headword (normalized/stripped):
ανιπτοπους
IDX:
2932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2933
Key:
a)nipto/pous
Data
{'content': 'ἀνιπτόπους\n with unwashen feet, Il.', 'key': 'a)nipto/pous'}